- κακοθερής
- κακοθερής, -ές (Α)1. κακοθέρειος*2. ιατρ. ανίκανος ή ακατάλληλος να υπομείνει τη θερμότητα τού θέρους, τον θερινό καύσωνα («κακαθερεῑς φύσεις», Σωρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -θερής (< θέρος), πρβλ. πολυ-θερής].
Dictionary of Greek. 2013.